- ἑξάχειρ
- ἑξάχειρsix-handedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάχειρ — ἑξάχειρ, ο, η και ἑξάχειρος, ον (Α) αυτός που έχει έξι χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χειρ] … Dictionary of Greek
ἑξάχειρα — ἑξάχειρ six handed masc/fem acc sg ἑξάχειρος six handed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάχειρας — ἑξάχειρ six handed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάχειρες — ἑξάχειρ six handed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek